- βαθυσκόπελος
- βᾰθυ-σκόπελος, ον,A with high cliffs, Orph.A.638, Q.S. 1.316.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυσκοπέλοιο — βαθυσκόπελος with high cliffs masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσκοπέλου — βαθυσκόπελος with high cliffs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσκοπέλους — βαθυσκόπελος with high cliffs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσκόπελοι — βαθυσκόπελος with high cliffs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)